ἀνομημάτων

ἀνομημάτων
ἀνόμημα
transgression of the law
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • беззаконьныи — (268) пр. Беззаконный, противозаконный, противоречащий христианскому учению или законам, установленным церковной или светской властью: по своимъ безаконьныимъ начинаниѥмъ. отъ х҃вы цр҃кве отълоучены. (ἀϑεμίτους) ΚΕ XII, 175б; отъстоупить… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”